-
1 εὐ-τύπωτος
εὐ-τύπωτος, was einen Eindruck, ein Gepräge leicht annimmt, Sp., wie Plut. Symp. prooem. 4, καϑάπερ σφραγῖδι φιλίας εὐτυπωτάτων καὶ ἁπαλῶν διὰ τὸν οἶνον ὄντων ( τῶν πινόντων).
-
2 παράφορος
A borne aside, carried away,οὕτω π. πρὸς δόξαν Plu.Them.3
; of a bandage, liable to slip, Hp.Art. 4; of a shot, deviating from its course, Ph.Bel.80.9,al.; glancing off an obstacle, ib.84.16.2 reeling, staggering,στείχειν π. ποδί E.Hec. 1050
; δρόμοι π. Plu.2.501d ; παράφορον βαδίζειν, of a drunkard, Luc.Vit. Auct. 12 ;τὸ π. τῶν πινόντων Corn.ND30
: c. inf., σπείρειν π. ὁ μεθύων unsteady for sowing seed, Pl.Lg. 775d.3 c. gen., wandering away from, παράφορος ξυνέσεως deranged, Id.Sph. 228d : abs., mad, frenzicd, μῦθοι ἀπίθανοι καὶ π. Plu.Art.1 ; simply, misled, prob. in Teles p.9 H. (- φρονοι codd. Stob.): neut. as Adv., of a madman, παράφορον δέρκεσθαι, ἀναβοᾶν, Luc.Fug.19, Am.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράφορος
См. также в других словарях:
παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… … Dictionary of Greek
пити — ПИ|ТИ (486), Ю, ѤТЬ гл. 1.Пить: лѹче бо съ ѹставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьнѹѹмѹ питию. (οἰνοποσία) Изб 1076, 237 об.; въ волости твоеи толико вода пити в городищѧньх а рушань скорбꙊ про городищѧне. ГрБ (ст. р.) № 10, 40–90 XII; хлѣбъ сѹхъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)